- Στρατόπεδ'
- Στρατόπεδα , Στρατόπεδαfem nom/voc sgΣτρατόπεδαι , Στρατόπεδαfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατόπεδ' — στρατόπεδα , στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπωθώ — ἐξαπωθῶ, έω (Α) απωθώ έξω, μακριά, αποκρούω («κοὔτ εἰσιόντας στρατόπεδ ἐξαπώσατε οὔτ ἐξιόντας;», Ευρ.) … Dictionary of Greek